Α΄Γυμνασιου

Τρία παραμύθια για τα Χριστούγεννα

                                                     ΖΩΝΤΑΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

         Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Άννα. Αγαπούσε πολύ τα Χριστούγεννα και πίστευε στον Άγιο Βασίλη. Είχε διαβάσει σε ένα παραμύθι για το σπίτι του,

για τον Ρούντολφ, τα ξωτικά και για το βράδυ των Χριστουγέννων.

       Η μαμά της Άννας είναι καθαρίστρια σε ένα κατάστημα παιχνιδιών, που είχε γεμίσει με

Χριστουγεννιάτικα παιχνίδια. Έτσι λοιπόν κάθε βράδυ όταν έφευγαν όλοι οι υπάλληλοι η

μαμά της Άννας αναλάμβανε.

     Παραμονή των Χριστουγέννων πριν πάει η μαμά καθαρίσει, η κόρη της την παρακάλεσε να

την πάρει μαζί της. Είχε ακούσει, πως τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός , αν έχεις μεγάλη πίστη,

όλα γίνονται μαγικά. Τα παιχνίδια ζωντανεύουν ,τα ξωτικά πετάνε στον ουρανό και πραγματοποιούν

μια ευχή σου. Έτσι λοιπόν μετά από πολλά παρακάλια η μαμά της Άννας, η κυρία Ελένη, δέχτηκε

να την πάρει στο κατάστημα.

     'Όταν έφτασαν η Άννα περίμενε να δει παιχνίδια να τρέχουν χαρούμενα εδώ κι εκεί μα τίποτα.

Όμως δεν ανησυχούσε, ήταν σίγουρη πως κάτι θα γινόταν. Κοιτούσε γύρω της, άγγιζε της χιονόμπαλες, χάιδευε τις κούκλες μα δεν γινόταν τίποτα. Κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνούλα.

-ΕΕ, εσύ ψιτ!

-Ποιος είναι;

-Μια μικρή νεράιδα γεμάτη χρυσόσκονη μίλησε στην Άννα.

-Δεν με βλέπεις; Γύρνα το κεφάλι σου δεξιά!

Η Άννα έμεινε έκπληκτη! Αλλά ταυτόχρονα ήταν και χαρούμενη διότι το όνειρό της έγινε αληθινό.

-Θέλεις να έρθεις μαζί μου;

-Μα πού θα πάμε;

-Στο Βόρειο πόλο φυσικά! Εκεί που μένει ο Άγιος Βασίλης και τα ξωτικά.

Η Άννα χωρίς δεύτερη σκέψη έπιασε το χέρι της μικρής όμορφης νεράιδας και άρχισαν να πετούν.

Πετούσαν ψηλά στον νυχτερινό ουρανό, που ήταν γεμάτος αστέρια και έλαμπαν σαν τα μάτια της

μικρής νεράιδας. Μετά από λίγα λεπτά έφτασαν έξω από την ξύλινη πόρτα του σπιτιού του Άγιου Βασίλη. Ο Ρούντολφ και τα υπόλοιπα ελάφια μόλις την είδαν χάρηκαν και έτρεξαν κοντά της. Έπειτα, όταν η Άννα μαζί με τη νεράιδα μπήκαν στο σπίτι, βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο γεμάτο πακεταρισμένα δώρα . Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα τεράστιο Χριστουγεννιάτικο δέντρο και γύρω του υπήρχαν μικρά ξωτικά που τραγουδούσαν μελωδικά και τύλιγαν πολύχρωμα κουτιά.

Κάποια στιγμή ακούστηκε από μία πόρτα ένα:

-Χο, χο, χο

   Ήταν ο γνωστός σε όλους μας Άγιος Βασίλης!

-Χο, χο, χο γεια σου Άννα

-Γειά σου Άγιε Βασίλη!

-Ήξερα ότι ήθελες να με δεις για αυτό έκανα το όνειρο σου πραγματικότητα. Εκείνη τη στιγμή ο Άγιος Βασίλης έδωσε στην Άννα ένα μικρό πακετάκι. Όμως κάτι ακούστηκε!

-Άννα, Άννα ξύπνα φεύγουμε! Ήταν η μαμά της, που είχε τελειώσει τις δουλείες και την ξυπνούσε για να επιστρέψουν, σπίτι τους. Η κοπέλα ξύπνησε απογοητευμένη. Στο δρόμο για το σπίτι είδε κάτι να γυαλίζει στη τσέπη της . Ήταν το δώρο του Άγιου Βασίλη . Ήταν ένα μπρελόκ που έγραφε “ Καλά Χριστούγεννα”. Η καρδία της Άννας σκίρτησε από συγκίνηση! Γύρισε στη μαμά της:

-Καλά Χριστούγεννα μανούλα μου!

-Καλά Χριστούγεννα κοριτσάκι μου!

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

                                                                                                 Στράτος Βέρροιος & Αγγέλικα Θεοδωροπούλου

 

 

 

Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ

Μια φορά και έναν καιρό ήταν δυο αδερφούλες οι οποίες ζητούσαν κάθε χρόνο από τον άγιο βασιλεί εάν δώρο η κάθε μια. Μια μέρα λοιπόν, καθώς συζητούσαν με τις φίλες τους για το τι δώρο θα ζητήσουν από τον άγιο Βασίλη, μια κοπέλα που άκουσε την συζήτηση που είχαν οι φίλες τους είπε:«δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, οι γονείς σας αγοράζουν τα δώρα».

Όταν τέλειωσε το σχολείο έφυγαν οι δυο αδερφές στεναχωρημένες που δεν υπάρχει άγιος Βασίλης. Αυτό που τους είπε εκείνη η κοπέλα το σκέφτονταν όλη μέρα. Όταν ξάπλωσαν να κοιμηθούν είδαν και οι δυο στο όνειρο τους τον Άγιο Βασίλη να τους λέει:«υπάρχω, δεν είμαι ένα ψέμα!».

Οι μέρες περνούσαν και έφτασε η παραμονή Χριστουγέννων. Τα δυο κορίτσια είχαν στείλει στον Άγιο ένα γράμμα για το δώρο τους. Όταν έφτασε το βραδύ των Χριστουγέννων αποφάσιζαν να μείνουν ξύπνιες για να δουν αν υπάρχει στ’ αλήθεια Άγιος Βασίλης. Πράγματι αυτό έκαναν και είδαν να κατεβαίνει από την καμινάδα ένας παχουλούς κύριος, ο οποίος ήταν μεγάλος σε ηλικία ,ντυμένος στα κόκκινα με άσπρα μαλλιά και άσπρη γενειάδα. Μετά από λίγο ο Άγιος Βασίλης ακούμπησε τα δώρα κάτω από το δέντρο και αμέσως τα δυο κορίτσια έτρεξαν και τον αγκάλιασαν όσο πιο σφιχτά μπορούσαν. Τότε τους λέει ο άγιος: «Σας το είπα ότι είμαι αληθινός». Υστέρα τα κορίτσια πήγαν να ξυπνήσουν τους γονείς τους για να τους πουν ότι ήρθε ο Άγιος και τον αγκάλιασαν, αλλά όταν γυρίσαν δεν τον βρήκαν στο σαλόνι... Όμως τα κορίτσια ήταν σιγουρά ότι τον είδαν και αυτό το βεβαίωναν και τα δώρα που βρίσκονταν ακουμπισμένα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι δυο αδερφούλες, κοίταζαν τον ουρανό και είδαν μια λάμψη που ταξίδευε γρηγορά…

«να, αυτό είναι το έλκηθρο του» λέει η μια.

«Καλή νύχτα Άγιε Βασίλη, καλή χρονιά και σε ευχαριστούμε που υπάρχεις και γεμίζεις χαρά όλα του κόσμου τα παιδιά» είπε η άλλη.

Τα κοριτσάκια έπεσαν για ύπνο ευτυχισμένα και αργότερα διηγούταν στα παιδιά και στα εγγόνια τους το περιστατικό που έζησαν εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων.

Έτσι λοιπόν έζησαν αυτές καλά κι εμείς καλυτέρα!

Αγγελική Καράμπαλη

 

 

 

                 ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ

                 ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

                                 04/12/2016

 

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μαζί με τους γονείς του σε ένα μεγάλο και όμορφο σπίτι ο μικρός Φουντούλης.

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ο μικρός Φουντούλης περίμενε τους γονείς του να γυρίσουν από τις δουλειές τους. Έγραψε το γράμμα του στον Άγιο Βασίλη σε ένα σκούρο μπλε χαρτί και το άφησε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, προσεκτικά μην τυχόν και το σκίσει` έχοντας στη σκέψη του αν θα κατάφερνε να δει έστω και για μια στιγμή τον Άγιο Βασίλη όταν θα ερχόταν να του αφήσει το δώρο που του ζήτησε, ένα αδερφάκι γιατί ήταν μοναχοπαίδι και ονειρευόταν πάντα να έχει μια παρέα.

Έτσι όπως ήταν μόνος του και βλέποντας έξω το χιόνι να πέφτει του ήρθε η ιδέα να φτιάξει έναν χιονάνθρωπο .Πόσο θα ενθουσίαζε τους γονείς του, σκέφτηκε, και χωρίς να χάσει χρόνο έβαλε καπέλο ,γάντια, κασκόλ και μπότες και μεμιάς βρέθηκε στην αυλή .Μα, πώς ήταν έτσι; Έμοιαζε στρωμένη από άσπρα σύννεφα και αυτό τον βοήθησε πολύ να πραγματοποιήσει την σκέψη του !

Με το που τελείωνε τον χιονάνθρωπο κατάλαβε ότι έρχονται οι γονείς του γιατί άρχισαν να τον φωνάζουν να μπει γρήγορα στο σπίτι μιας και έξω έκανε παγωνιά .Αυτός υπάκουσε αμέσως, αλλά στην βιασύνη του να μπει στο σπίτι άφησε τον χιονάνθρωπο χωρίς μύτη.

Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων βράδυ. Ο Φουντούλης με την οικογένειά του έφαγαν δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Η μαμά του σε λίγο του είπε πως πρέπει να κοιμηθεί νωρίς, γιατί αύριο χαράματα έπρεπε να πάνε στην εκκλησία για να ψάλλουν το ‘’επί της γης ειρήνη και εν ανθρώποις ευδοκία’’ Ο μικρός Φουντούλης όλο και το καθυστερούσε, και κοιτούσε τον ουρανό μήπως και δει κάποιο έλκηθρο να τον διασχίζει. Άραγε θα σταματούσε στη δική του καμινάδα; Θα έβλεπε ο Άγιος Βασίλης το γράμμα που του έγραψε; Θα του έφερνε το δώρο του; «Ήμουν καλό παιδί και υπάκουο όλη τη χρονιά» σκεφτόταν, γιατί να μην μου κάνει ο Αι΄ Βασίλης το χατίρι;      

Ο μικρός Φουντούλης δεν άργησε να κοιμηθεί σκεφτόμενος από τη μια τον άγιο Βασίλη και από την άλλη τον χιονάνθρωπο που είχε φτιάξει .Στη σκέψη ότι θα ήθελε να είναι κοντά στο παγωμένο ανθρωπάκι του το είδε στον ύπνο του και του φάνηκε πως τον προσκαλούσε ,αλλά το πρόσωπό του ήταν λίγο λυπημένο.

-Γιατί Φουντούλη ,γιατί με άφησες χωρίς μύτη;

-Χωρίς μύτη!!!!!! Μα τρέχω γρήγορα να στην φέρω! Τι μύτη προτιμάς; Μύτη από καρότο; Από κουκουνάρα; Από πέτρα;

-Εσένα θα σου άρεσε;

-Μια μύτη από καρότο.

-Φέρε την γρήγορα γιατί σε λίγο θα μοσχοβολά η γειτονιά από χριστουγεννιάτικες λιχουδιές, και είναι κρίμα εγώ να μην μπορώ να τις μυρίσω!

-Τρέχω , τρέχω...

Τοποθέτησε την μύτη , έδωσε ένα γλυκό φιλί στον χιονάνθρωπο και τον καληνύχτισε.

Η ώρα είναι έξι το πρωί .Οι καμπάνες χτυπούν .Ο Χριστός γεννήθηκε. Ο μικρός Φουντούλης με το που άνοιξε τα μάτια του πήγε κατευθείαν στο τζάκι. Ω μα ναι! Το γράμμα του έλειπε! Το είχε βρει ο Άγιος και το πήρε μαζί του! Μετά η σκέψη του πήγε στο ανθρωπάκι από χιόνι που έφτιαξε εχθές. Με τι λαχτάρα πετάχτηκε στην αυλή να συναντήσει τον αγαπημένο του χιονάνθρωπο .Όμως ο χιονάνθρωπος δεν ήταν εκεί .Ένα μικρό ρυάκι από νερό κυλούσε στην αυλή .Ξαφνικά του Φουντούλη του φάνηκε ότι άκουσε μια φωνή από το ρυάκι ‘’Τώρα είμαι εκεί που ανήκω’’.

Όταν γύρισαν από την εκκλησία όλα έμοιαζαν ζαχαρένια .Όλοι οι άνθρωποι περπατούσαν γύρω-γύρω στους παγωμένους δρόμους ,με δώρα στα χέρια και εύχονταν ο ένας στον άλλο χρόνια πολλά και καλά.

Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ο Φουντούλης και η οικογένειά του πήγαν στο σπίτι της γιαγιάς τους .Εκεί οι γονείς του ανακοίνωσαν ότι περίμεναν μωρό! Ο Φουντούλης κατάλαβε ότι ο Άγιος Βασίλης είχε φέρει το δώρο του!!!

Μετά από λίγο καιρό το αδερφάκι του Φουντούλη γεννήθηκε .Ήταν αγοράκι και το ονόμασαν Μιχαήλ .Ήταν ένα όμορφο μωρό, άσπρο και στρουμπουλό σαν χιονάνθρωπος «Σε ευχαριστώ Άγιε μου Βασίλη, σε ευχαριστώ πολύ» δεν ξεχνούσε με αυτά τα λόγια ο Φουντούλης κάθε βράδυ τον αγαπημένο Άγιο μικρών και μεγάλων!!

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

 

Γεωργία Σωτηροπούλου