Γράμμα στον παππού

Αλποχώρι, 28-11-2019

Αγαπημένε μου παππού,
τώρα που σου γράφω, κάθομαι δίπλα στο ξύλινο τραπεζάκι, κάτω από την κληματαριά που τόσο αγαπούσες!

Σε σκέφτομαι παππού, καθισμένο πάντα εκεί να αγναντεύεις το ηλιοβασίλεμα και να αναπολείς τα περασμένα. Θυμάσαι; Εκεί μου έλεγες τις πιο ωραίες ιστορίες για τον πόλεμο, για τα σκληρά εκείνα χρόνια της κατοχής, για τα παιδικά σου καμώματα, για όλη σου τη ζωή.

Θυμάσαι παππού, μια μέρα που έριξα πάνω σου τον καφέ και συ γελούσες, με εκείνο το βραχνό γέλιο και με κοίταζες όλο αγάπη; Τότε που σε κέρδισα στο τάβλι; Θυμάσαι τα πειράγματα και τα αστεία που κάναμε; Κάθε φορά που με κοιτούσες και μου έδειχνες την αγάπη και τον θαυμασμό σου, με έκανες να νιώθω μοναδική και ευτυχισμένη! Όταν η μαμά με μάλωνε, έτρεχα να χωθώ στην αγκαλιά σου και συ με κρατούσες σφιχτά ,τυλίγοντας γύρω μου τα κουρασμένα χέρια σου. Μόνο εκεί ένιωθα σιγουριά και ασφάλεια. Τότε που είχα σπάσει το πόδι μου, με έπαιρνες αγκαλιά και μου τραγουδούσες μέχρι να με πάρει ο ύπνος.

Θυμάσαι παππού, τις βόλτες μας στο δάσος με το γαϊδουράκι σου που λάτρευες; Και όταν κάποτε αρρώστησες, που μου έλεγες πως όταν πεθάνεις θα γίνεις το πιο φωτεινό αστέρι στον ουρανό να μου φωτίζεις τον δρόμο; Και εγώ σε άκουγα και προσευχόμουν να γίνεις καλά για να σε έχω πολλά χρόνια κοντά μου! Θυμάμαι πόση χαρά ένιωθα κάθε φορά που πηγαίναμε στην θάλασσα και μαζεύαμε βότσαλα και κοχύλια! Έχω ακόμα το καλαθάκι από όστρακα που είχες φτιάξει με τα χέρια σου!

Και τώρα παππού κάθεσαι κάτω από την κληματαριά, που τόσο αγαπούσες, και εγώ θα σου διαβάσω το γράμμα μου μήπως και με νιώσεις. Τι να σκέφτεσαι άραγε; Πού ταξιδεύει ο λογισμός σου; Πώς γίνεται να με κοιτάς και το βλέμμα σου να χάνεται; Πώς γίνεται να μην αναγνωρίζεις το πρόσωπό μου; Είναι δυνατόν να με ξέχασες, εσύ που με ένα σου βλέμμα καταλάβαινες όλες μου τις επιθυμίες; Εσύ που μου κρατούσες το χέρι και ένιωθα ο πιο δυνατός άνθρωπος του κόσμου; Εσύ που έλεγες ότι είμαι όλη σου η ζωή;

           Ξέρω, δεν έχει νόημα να σου ζητήσω να γυρίσεις πίσω κι ας μου λείπουν το χάδι σου, τα σοφά σου λόγια! Όμως ας μην πικραινόμαστε παππού, γιατί από εδώ και μπρός θα σου κρατάω εγώ το χέρι για να νιώθεις εσύ δυνατός. Δεν πειράζει που απουσιάζει το ζεστό σου βλέμμα, αρκεί το τραπεζάκι κάτω από την κληματαριά να μην μείνει έρημο και να μην σκεπαστεί από ξεραμένα φύλλα και σκόνη. Αρκεί να κοιτάμε το ηλιοβασίλεμα και ας μην έχει το ίδιο παραμυθένιο χρώμα με τότε…

                                                                                 Με αγάπη,

                                                                                Η εγγονή σου,

                                                                                   Δανάη

Εργασία της μαθήτριας Δανάης Διαμαντοπούλου.