Η ιστορία του παππού μου

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΜΟΥ

         1η Ιουνίου 1944. Οι Γερμανοί μπήκαν στο μικρό χωριό που λεγόταν Σκαφιδιά. Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έμεναν σε αυτοσχέδιες καλύβες, στην ανατολική μεριά του χωριού. Ανάμεσά τους και η κυρά-Γιαννούλα με τον άνδρα της και τα δυο της παιδιά: τον Γιάννη, οκτώ χρόνων και τον Χρήστο, που ήταν έξι.

           Εκείνο το απόγευμα, λίγο πριν σουρουπώσει, τα δυο παιδιά έπαιζαν κουτσό σ΄ ένα ξέφωτο, λίγα μέτρα πιο πέρα από την καλύβα τους. Η κυρά-Γιαννούλα βγήκε έξω για να τα φωνάξει. Δεν πρόλαβε όμως. Ακούστηκε ο ανατριχιαστικός ήχος ενός πολυβόλου και μετά…

απόλυτη σιωπή. Έτρεξε γρήγορα να μαζέψει τα παιδιά της, αλλά το θέαμα που αντίκρισε της ξερίζωσε την καρδιά: Ο Χρηστάκης της, πεσμένος στο έδαφος, μέσα στα αίματα… και ο Γιάννης… με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα από το φόβο είχε μείνει ακίνητος να κοιτάζει τον αδερφό του. Ο πόνος αβάσταχτος

             Η δύστυχη μάνα έπεσε πάνω στο μικρό παιδί προσπαθώντας να καταλάβει αν ήταν ζωντανό. Μια κραυγή απελπισίας έσκισε τον ουρανό, «Γιατί, Θεέ μου, γιατί;»

             Ύστερα από λίγα λεπτά σταμάτησε σ΄ εκείνο το σημείο ένα γερμανικό τζιπ και πήρε το εξάχρονο αγόρι και την κυρα-Γιαννούλα και τους πήγε στο νοσοκομείο. Ο Γιάννης έτρεξε ζαλισμένος να ειδοποιήσει τον πατέρα του.

             Όταν οι γιατροί αντίκρισαν τον μικρό Χρήστο, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η σφαίρα είχε τρυπήσει τον δεξιό κρόταφο διαπερνώντας την πίσω πλευρά του κεφαλιού. Τον εξέτασαν προσεκτικά. Το χέρι και το πόδι παράλυτα. Η αιμορραγία δεν είχε σταματημό. Το μόνο πράγμα που μαρτυρούσε ζωή ήταν μια μικρή ανάσα που ανεβοκατέβαινε στο παιδικό στήθος. Οι γιατροί έκαναν πραγματικά ό,τι καλύτερο μπορούσαν… τώρα δεν γινόταν τίποτα άλλο. Μόνο ο Θεός θα αποφάσιζε…

               Η κυρα-Γιαννούλα κοίταζε τους γιατρούς κατάματα προσπαθώντας να καταλάβει. Ένα χρόνο πριν είχε χάσει το άλλο της παιδί, ένα δίχρονο αγοράκι, από πνευμονία. Δεν θα άντεχε κι άλλη απώλεια. Η μόνη της παρηγοριά, η μόνη της ελπίδα, ήταν η Παναγία. Δεν μπορεί, μάνα ήταν κι αυτή. Θα καταλάβαινε, θα την συμπονούσε… Γονάτισε μπροστά στην εικόνα της και την ικέτεψε. Τα δάκρυά της τής έκαψαν το πρόσωπο, η καρδιά της κόντεψε να σπάσει από την αγωνία…

               Πέρασε καιρός. Έξι μήνες έμεινε ο Χρήστος στο νοσοκομείο. Εκτός από το χέρι και το πόδι του, είχε χάσει και τη φωνή του. Έξι μήνες η κυρα-Γιαννούλα του κρατούσε το χέρι μέρα-νύχτα και λαχταρούσε ν΄ ακούσει την φωνούλα του. Το μίσος για τους Γερμανούς της θόλωνε το μυαλό. «Ανάθεμά τους», έλεγε και ξανάλεγε, «ανάθεμά τους».

               Ήρθε η μέρα που θα έφευγαν απ’ το νοσοκομείο. Όταν βγήκαν έξω, η ταλαίπωρη μάνα κοίταξε πίσω της και ευχήθηκε να μην περάσει από την πόρτα ξανά. Κρατώντας σφιχτά το παιδί της μπήκε στο αυτοκίνητο που τους περίμενε για να τους πάει στην φτωχική καλύβα τους. Στον δρόμο, όμως, την περίμενε μία μεγάλη έκπληξη. Την ώρα που περνούσαν έξω από το μοναστήρι της Εισοδιώτισσας, χτύπησε η καμπάνα. Την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Χρήστου: «Μάνα, η καμπάνα!» Έκπληκτη η κυρα-Γιαννούλα έστρεψε τα μάτια της στην εκκλησία. «Ευχαριστώ, Παναγιά μου!», ψέλλισε μέσα από αναφιλητά. «Ευχαριστώ!» ‘Έκανε το σταυρό της και στράφηκε στο παιδικό προσωπάκι. «Μη φοβάσαι», του είπε χαϊδεύοντας το μάγουλό του. «Θα τα καταφέρουμε…»

               Αργότερα έμαθαν πως ο Γερμανός που - από λάθος - χτύπησε τον μικρό Χρήστο και τους μετέφερε στο νοσοκομείο… αυτοκτόνησε με το ίδιο όπλο.

                                                                                                             Κλειώ-Δανάη Διαμαντοπούλου