Τα κόκκινα λουστρίνια

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣΤΡΙΝΙΑ

Ειρήνη Μάρρα

(ένα διαφορετικό τέλος από τη μαθήτρια, της Α΄τάξης του γυμνασίου, Κωστοπούλου Θεοδώρα)

   Είχε στον νου του ολοένα την κόρη του δασκάλου. Δεν έβλεπε μπροστά του. Επιτέλους έμεινε μόνος με τη μάνα του. Της μίλησε. Της άνοιξε την καρδιά του, της εμπιστεύτηκε το σχέδιό του. Εκείνη, όταν άκουσε τι είχε στο μυαλό του, έμπηξε τις φωνές, άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της. « Θα με διώξει ο δάσκαλος από τη δούλεψή του κι έχουμε ανάγκη τα λεφτά του! Πήραν τα μυαλά σου αέρα!», του φώναξε και βγήκε χτυπώντας πίσω της δυνατά την πόρτα. Ο νεαρός τσαγκάρης έμεινε κάμποση ώρα σκεφτικός και μετά το αποφάσισε: Θα πάει να την βρει μόνος.

     Ήταν Σάββατο απόγευμα, όταν ξεκίνησε για το σπίτι του δασκάλου. Ήξερε πως κάτι φορές έβγαινε μονάχη για να πάει να ανάψει το καντήλι στο ξωκλήσι του Αϊ-Γιάννη. Μπορεί λοιπόν σήμερα και να στεκόταν τυχερός. Όταν έφτασε στον κήπο του σπιτιού της τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν. Την είδε που ήταν ψηλά, στο δωμάτιό της και ετοιμαζόταν. Η καρδιά του φτερούγισε κι ένα γλυκό μούδιασμα ένιωσε σε όλο του το κορμί. Σε λίγο το κορίτσι κατέβηκε και άρχισε να περπατά με γρήγορο βήμα. Αυτός την ακολουθούσε. Ο δρόμος γινόταν απόμερος και σε μια στροφή, της βγήκε μπροστά. ?Στάσου μια στιγμή!? την παρακάλεσε. Η κοπέλα σάστισε κι αυτός άρχισε να της λέει κάτι λέξεις ασυνάρτητες, η φωνή του έτρεμε και κόμπιαζε. Η κοπέλα έμενε ασάλευτη. Τότε αυτός σαν σε όνειρο άκουσε τη φωνή του να λέει: "Με θυμάσαι καθόλου; Είμαι ο γιος της παραδουλεύτρας. Θέλω να σου πω ότι σε αγαπάω, πεθαίνω , και τη ζωή μου στη δίνω αν το θελήσεις!? Στα χέρια του κρατούσε τα παπούτσια. Αυτά τα έφτιαξα για σένα", είπε ο νεαρός με μάτια που πετούσαν φλόγες. Η κοπέλα δεν μιλούσε καθόλου, μόνο τον κοίταζε βουβή. Εκείνη την ώρα όμως από κάπου εκεί κοντά ακούστηκαν φωνές, κάποιοι πλησίαζαν. Ο νεαρός τα σάστισε, λαχτάρισε! Εκείνη άπλωσε τα χέρια της να πάρει τα γοβάκια. Τα χέρια τους ενώθηκαν και εκείνος τότε έσκυψε, της έδωσε ένα φιλί και αμέσως έφυγε, χάθηκε πίσω από του θάμνους!

     Οι ώρες έγιναν μέρες, οι μέρες εβδομάδες και μήνες και αυτός δεν ξαναφάνηκε. Η κοπέλα έμενε ώρες κάθε μέρα μπροστά στο παράθυρό της, κοιτάζοντας τον δρόμο, μήπως και φανεί πάλι εκείνος ο νεαρός, αλλά αυτός δεν ξανάρθε, ούτε θα ερχόταν ποτέ πια, όμως εκείνη δεν το ήξερε και έμενε εκεί στο παράθυρο να κοιτάζει, κρατώντας στα χέρια της τα κόκκινα λουστρίνια και βαθιά στην καδιά της εκείνο το φιλί!