Μιλώντας με τον Κολοκοτρώνη 200 χρόνια μετά

c      

   Πέρυσι το καλοκαίρι, είχαμε πάει στο Χελιδόνι για καμιά δυο εβδομάδες. Μία μέρα, ήταν απόγευμα Σαββάτου, όταν ξεκινήσαμε μαζί με άλλα παιδιά να πάμε στο εξωκλήσι της Παναγίας για να παίξουμε. Πήραμε μαζί μας μπάλες και πήγαμε. Παίξαμε κάμποσο κάτω από τα μεγάλα δέντρα της εκκλησίας. Όταν κουραστήκαμε, καθίσαμε να ξεκουραστούμε στα ξύλινα παγκάκια. Τότε το μάτι μου έπεσε στην παρακάτω επιγραφή:

a

     Τρελάθηκα! Είναι δυνατόν;

Ρώτησα και τα άλλα παιδιά και μου είπανε ότι όλα είναι αλήθεια κι αν θέλω μπορώ να δω και τα ερείπια του παλιού μοναστηριού, διακόσια μέτρα μακριά, δίπλα στην πηγή. Αμέσως, ξεκίνησα να δω αλλά και να πιω νερό, γιατί διψούσα. Σε λίγο, έφτασα. Το τοπίο ήταν φανταστικό και έσκυψα να πιω νερό.

   -Καλώς το καλόπαιδο! Ξαφνιάστηκα. Με το που σήκωσα το κεφάλι, ο τρόμος μου δεν περιγραφόταν. Είναι δυνατόν; Γίνεται να είναι αλήθεια; Να βλέπω μπροστά μου τον ήρωα του ’21, τον Κολοκοτρώνη; Αυτός, μόλις κατάλαβε την τρομάρα μου, έβαλε τρανταχτά γέλια.

   -Ωραίος άντρας είσαι, μωρέ!

Μετά από ένα λεπτό, που μου φάνηκε αιώνας, συνήλθα λίγο. Πλησίασα. Ήταν όπως στις ζωγραφιές στα σχολικά βιβλία! Με τη φουστανέλα του , το περήφανο βλέμμα του και στο κεφάλι του δεμένο το μαντήλι.

-Δεν θα με ρωτήσεις τίποτα, μωρέ; συνέχισε ο Γέρος. Ξέρει τίποτα για μένα η γενιά σου; Ή μας έχετε ξεχασμένους ολότελα;

     Πήρα θάρρος… τι να τον πρωτορωτήσω;

-Πες μου ό,τι θες …δεν ξέρω , όλα τα θέλω

-Πολύ λιγόλογος μου βγήκες, μωρέ παιδαρέλι… άκου λοιπόν και μάθαινε..

Γεννήθηκα το 1770 κάτω από ένα δέντρο στο βουνό Ραμαβούνι της Μεσσηνίας∙ πατέρας μου ο Κωνσταντής. Ορφάνεψα από πατέρα στα 10 μου( τον φάγανε οι Τούρκοι). Από δω και πέρα αρχίζει το φευγιό. Καταφύγαμε στη Μάνη,   στην Αλωνίσταινα,   μετά στον Άκοβο (1785) .. 20 χρονώ∙ παντρεύτηκα την Κατερίνα και ο Θεός μου έδωκε έξι παιδιά -τρεις γιους και τρεις κόρες. Μα η Τουρκιά με κυνηγούσε… δεν καθόμουν και φρόνιμα… , γέλασε ο Γέρος… και τα μουστάκια του ακόμα!

     Το 1806 από τη Ζάκυνθο ξεκινώ για το Μοριά.

   Μετά το χαμό της Κατερίνας μου δε με χώραγε το νησί . Ο Μοριάς κουφόβραζε∙ πέρασα κι εγώ στη Μάνη.. Τι καιρός κι εκείνος!! Από το ‘19 ως το ‘21 αγώνας!! Η Εταιρεία… την ξέρεις την Εταιρεία, μπρε;

-Για τη Φιλική Εταιρεία μου μιλάς, παππούλη;

- Ναι, βρε… και έτσι, παππούλη να με λες. Λοιπόν, είχα μπει στην Εταιρεία από το ‘18. Κι όλο περίμενα κι όλο έτρεχα να σηκωθεί ο Μοριάς. Ξέρεις, μωρέ, ποιο κάστρο πήραμε πρώτο;

-Την Καλαμάτα, είπα διστακτικά.

-Μπράβο, ρε καλόπαιδο! Κάτι σκαμπάζεις, βλέπω…

είπε και γέλασαν τα μάτια του ή… έτσι μου φάνηκε.

Μια στιγμή έμεινε αμίλητος. Εγώ άρχισα ,χωρίς να το καταλάβω, να λέω δυνατά ένα ποίημα που έμαθα στο σχολείο:

Ψυχή θεριού, καρδιά παιδιού!

Μελαχρινός περίσσα!

Αϊτού θωριά! Δράκου φωνή

Και χαίτη λιονταρίσα!

Μύτη γαμψή, μπράτσα γερά!

Μπόι κοντό , μυαλό ψηλό

Κι αγύριστο κεφάλι!

Να ‘τος ο Γέρος του Μοριά

που Πρωτομάστορα τον έχει η Λευτεριά!

Ο Γέρος, σα να ξύπνησε από αναπόληση, γύρισε ξαφνιασμένος και με ρώτησε:

-Αλήθεια λες; Για μένα είναι όλα τούτα τα καλά;

-Μόνο τόσα; Πες μου παππούλη, τι έγινε στην Τριπολιτσά;

   - Μετά την Καλαμάτα, που λες, παιδί μου, χρειαζόταν προσοχή μεγάλη. Υπήρχε μέγας κίνδυνος να χαθεί η ευκαιρία. Οι Έλληνες ήταν άμαθοι. Δεν ήθελε πολύ να χαθούμε. Είπα λοιπόν στα κεφάλια του Μοριά πως έπρεπε να χτυπήσουμε την καρδιά του, την Τριπολιτσά. Αν κατορθώναμε να την πάρουμε, τότε θα αποδυναμώναμε και τα άλλα κάστρα του Μοριά. Έτσι πήραμε την απόφαση, ευλογημένη η ώρα!! Και μη νομίζεις πως ήταν εύκολο πράμα! Έξι μήνες κράτησε η πολιορκία…

Άκου και κάτι που μάλλον δε θα ξέρεις από την πολιορκία εκείνη.

Κατά τον Αύγουστο η πολιορκία έγινε στενότερη. Οι Τουρκαλάδες τη νύχτα έκαναν εξόδους και δραγούμιζαν το «έχει» των χωριών. Κατά τη νύχτα της 9ης προς 10η Αυγούστου, μεγάλη τουρκική δύναμη υπό τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά, βγήκε από την Τριπολιτσά με σκοπό τη συνηθισμένη αναζήτηση τροφών. Η τουρκική δύναμη διαιρέθηκε σε δύο κομμάτια, ώστε να μας περικυκλώσει.

Το πρώτο τουρκικό τμήμα, αφού ανέβηκε το βουνό, άρπαξε ζώα και γεννήματα. Το δεύτερο τμήμα πέρασε από τον δρόμο της πεδιάδας, δίπλα στο βουνό, από σημείο που δεν είχαν ακόμα σκάψει οι Έλληνες ταμπούρια∙ μόνο μια γράνα. Οι Τούρκοι, βλέποντας τη γράνα, νόμιζαν πως επρόκειτο για σύνορα που φτιάχναμε.

Αυτή η γράνα μας έσωσε παιδί μου!!

Εν τω μεταξύ οιΤούρκοι, πεζοί και καβαλαρία, όρμησαν κατά των Ελλήνων, οι οποίοι είχαν κατασκευάσει ταμπούρια στα αμπέλια, στο κενό ανατολικά της γράνας, κυκλώνοντάς μας.

Εγώ κοιτώντας τη μάχη από τα Τρίκορφα, έδωσα εντολή , να καταλάβουν θέσεις μέσα στη γράνα, πλάτη με πλάτη, ώστε να πολεμούν και προς τις δύο πλευρές. Έβαλα και δυνάμεις πίσω από τους φράχτες των αμπελιών. Οι Τούρκοι έχασαν περίπου 400 ντουφέκια κι εμείς 30. Έτσι , πλησιάσαμε πια σε απόσταση βολής κανονιού από το τείχος της πόλης, σκάβοντας γράνες και σε άλλα σημεία γύρω.

-Πως ένιωσες παππούλη μόλις μπήκες στην Τριπολιτσά;

- Αχ! Φοβήθηκα, γιέ μου! Πώς να κρατηθούν οι Έλληνες; Φοβήθηκα κι ο φόβος μου βγήκε αληθινός!! Μια βδομάδα σφάζαμε.. Πόνος πολύς μαζεύτηκε στις καρδιές μας!! Αλλά να σου πω, μ’ άρεσε κιόλα… Θυμάμαι 13 ετών, μια μέρα που είχε βρέξει πολύ, μπήκα με το γαϊδουράκι μου φορτωμένο ξύλα στη πόλη. Το ζώο γλίστρησε, παραπάτησε σε κάτι νερά κι έβρεξε έναν Τούρκο. Αυτός αγριεμένος μου έδωσε δυο χαστούκια. Τον κοίταξα και ορκίστηκα να το γυρίσω πίσω το χαστούκι!

-Κι ο πλάτανος; Κάπου διάβασα …

- Α,ο πλάτανος! Πόσοι χριστιανοί κρεμάστηκαν στα κλαριά του!! Με το που τον είδα φούντωσε μίσος μεγάλο στο κεφάλι μου! Έδωσα εντολή και το ‘κοψαν το καταραμένο δέντρο. Να μην το βλέπω και θυμάμαι. Το μισό μου σόι εκεί ξεψύχησε..

Ο Γέρος χάθηκε στις σκέψεις του…

-Μήπως κουράστηκες παππούλη; Ψιθύρισα.

-Να κουραστώ; Τι λες μωρέ; Τόσα χρόνια πολεμούσα, τώρα θα κουραστώ;

-Και δε μου λες, παππούλη, όλοι οι αγωνιστές που πολέμησαν μαζί σου είχαν το ίδιο όραμα με σένα;

-Χμ… είχαν… Μα, όταν ήρθαν οι νίκες, όλοι ήθελαν την εξουσία και τη δόξα για τον εαυτό τους…

-Γιατί το λες αυτό;

-Το ξέρω καλά, το έζησα και το πλήρωσα ακριβά…, και ο Γέρος έπιασε με τα δύο του χέρια το κεφάλι.

Αναστέναξε κι εγώ ένιωσα τόσο χαμένος και ανήμπορος. Να σταματήσω; Τι να κάνω; Τελικά, βρήκα το κουράγιο και ρώτησα:

-Τι έγινε παππούλη και είσαι τόσο λυπημένος;

-Τον Πάνο μου, το παιδί μου, το φάγανε οι αναθεματισμένοι.
Και ξαφνικά η φωνή του, γεμάτη αγανάκτηση, αντήχησε στα αυτιά μου και με έκανε να ανατριχιάσω:

- Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους, βροντοφώναξε και το βλέμμα του σκοτείνιασε. Ήταν ο μόνος τρόπος να με νικήσουν-συνέχισε πιο πικραμένα, πιο σιγά.

- Πώς έγινε; Πώς είναι δυνατόν;

Κάτι σαν αγκομαχητό άκουσα, κάτι σα λυγμό, μα δεν τόλμησα να σηκώσω τα μάτια και να τον κοιτάξω.

- Με νίκησαν, με τσάκισαν. Τον έφαγαν δικοί μας, Έλληνες, πισώπλατα, τον έγδυσαν και τον παράτησαν κατάγυμνο στο χώμα… Το παλικάρι μου, το καμάρι μου…

- Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω… Πώς έγινε, πώς είναι δυνατόν;

- Η εξουσία, γιε μου, χαλάει τον άνθρωπο, του παίρνει τα μυαλά, τον κάνει αρπαχτικό. Το ΕΓΩ μπαίνει μπροστά… Άκου να δεις, δεν ξέρω να ταιριάζω καλά τα λόγια μου και θα σου μιλήσω με ένα μύθο για να καταλάβεις:

     « Ένας λύκος μια φορά άρπαξε από το μαντρί  ένα αρνί και πήγε παραπέρα να το φάει. Τ’ αρνί του είπε: ‘θα με φας, το ξέρω. Γι’ αυτό όμως το καλό, κάνε μου και μένα μια χάρη, σε παρακαλώ. Πριν να με φας, τραγούδα μου λιγάκι, γιατί έχεις πολύ γλυκιά φωνή κι εμένα μ’ αρέσουν πολύ τα τραγούδια σου’.  

     Ο λύκος άφησε τότε καταγής τ’ αρνί κι άρχισε να ουρλιάζει.  Τον άκουσαν τα σκυλιά κι έτρεξαν από το μαντρί και τον πήραν στο κυνήγι! Είδε κι έπαθε ώσπου να γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλά στη ράχη, αγνάντεψε το μαντρί κι είπε στον εαυτό του: ‘τι ήθελα εγώ να κάνω τον τραγουδιστή, αφού από το σόι  μου δεν κατάγινε ποτέ κανένας στη μουσική; Καλά να τα παθαίνω…’ »

     Έτσι έπαθα κι εγώ, παιδί μου…..συνέχισε ο Γέρος.

Έμπλεξα με τα κόμματα- με τη χαρτούρα- και μπλέχτηκα. Τι ήθελα; Πολεμιστής ήμουν, όχι πολιτικός. ‘Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα’, έλεγε η μάνα μου.
       Εγώ έμεινα αμίλητος για πολλή ώρα. Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια μου. Ο Γέρος συνήλθε.

- Βρε Ελληνόπουλο, να γελάς πρέπει. Εγώ καλά πέρασα, είδα την Ελλάδα ελεύθερη. Δεν ήθελα να σε πικράνω. Θα σου πω κάτι να γελάσεις. Άκου λοιπόν… Μετά την καταδίκη μου με πληροφόρησαν ότι ο βασιλιάς μου χαρίζει τη ζωή και με αφήνει μόνο... 20 χρόνια φυλακή. ‘Θα γελάσω το βασιλιά’, τους απάντησα. ‘Δεν θα ζήσω τόσους χρόνους’….

Πραγματικά, ένιωσα καλύτερα. Σήκωσα το βλέμμα μου, αλλά ο Γέρος είχε χαθεί…


b

Εδώ έμεινε ο Κολοκοτρώνης…

 

c

 Κι από εδώ τον είδα…

 

Μυθοπλασία, συνεργατικό, Β΄γυμνασίου

Γιάννης & Σταύρος Παπαδάτος